Οι Έλληνες άρχισαν να παράγουν κρασί το 2.500 π.Χ. Αυτό το θεϊκό δώρο δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι των απλών ανθρώπων του μόθχου, αλλά και των αρχόντων. Ένα ποτήρι από το δικό τους αμπέλι, απάλυνε την κούραση και τον κόπο. Αυτό, το ελληνικό κρασί, έχει κατακτήσει πλέον διεθνείς διακρίσεις και εγχώρια παραγωγή και κρατά μία αμπελουργική και οινοποιητική παράδοση με γερές ρίζες και συνέχεια.
Η Ελλάδα διαθέτει αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο μακρόχρονες οινικές ιστορίες στον κόσμο, καθώς το κρασί ήταν κομμάτι του πολιτισμού από τα αρχαία χρόνια. Ακόμα και αν δεν ήταν η πρώτη χώρα που παρήγαγε κρασί, η ανάπτυξη του οινικού πολιτισμού που περιλάμβανε την καλλιέργεια, οινοπαραγωγή, νομοθεσία, εμπόριο και φυσικά την τέχνη της κατανάλωσης του κρασιού μπορεί να αποδοθεί στους αρχαίους Έλληνες. Άλλωστε, η κληρονομιά της κλασικής Ελλάδας ασκεί γοητεία ειδικά στους πιο μορφωμένους πληθυσμούς του πλανήτη, πράγμα που ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτήν την πεποίθηση.
Εδώ και πολλές δεκαετίες, οι καινοτομίες των ελληνικών κρασιών είναι αξιοθαύμαστες. Η ανάδειξη της ποιότητας και του χαρακτήρα τους, καθώς και η ενίσχυση της εικόνας τους στη διεθνή αγορά οίνων έχουν εξελιχθεί μέσα από καινοτόμες ενέργειες που άγγιξαν από το αμπέλι… μέχρι το μπουκάλι. Οι σύγχρονοι οινοποιοί χρησιμοποιούν μοναδικές οινοποιητικές πρακτικές, έχοντας καταφέρει να δημιουργήσουν εξαιρετικά κρασιά, πολλά με ονομασία προέλευσης που πλέον είναι γνωστά παγκοσμίως.
Ανάμεσά τους, τα κρασιά της Χαλκιδικής, που από την αρχαιότητα κατείχαν σημαντική φήμη. Μαρτυρίες που χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ. αναφέρουν τον λευκό αυστηρό (ξηρό) και τον μαλθακό (ημίγλυκο) οίνο της Μένδης (πόλης στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου της Κασσάνδρας). Στο πάνθεον της φήμης βρίσκονταν και η Άκανθος (Ιερισσός), η Άφυτις (Αφυτος), ενώ στα Στάγειρα, ο Αριστοτέλης φύτεψε τον πρώτο πρότυπο αμπελώνα.